διαιτώ — (I) (Α διαιτῶ, άω) 1. υποβάλλω έναν ασθενή σε ορισμένη δίαιτα 2. μέσ. διαιτῶμαι α) ζω κατά έναν ορισμένο τρόπο ζωής, ακολουθώ μια δίαιτα β) διαβιώ, ενδιαιτώμαι γ) διατρέφομαι αρχ. 1. είμαι διαιτητής 2. αποδεικνύω 3. ερευνώ, εξακριβώνω 4. κυβερνώ … Dictionary of Greek
ιτητικός — ἰτητικός, ή, όν (Α) [ιτάω] ιταμός*, παράτολμος («ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… … Dictionary of Greek
ei- — ei English meaning: to go Deutsche Übersetzung: “gehen” Note: extended ei dh , ei gh , i tü and i̯ ü , i̯ ē : i̯ō : i̯ǝ Material: O.Ind. ēmi, ēti, imáḥ, yánti “go”, Av. aēiti, yeinti, O.Pers. aitiy “goes”, themat. Med.… … Proto-Indo-European etymological dictionary